σκέπαρνο

σκέπαρνο
το / σκέπαρνον, ΝΑ, και σκέπαρνος, ὁ, Α
το σκεπάρνι
αρχ.
1. ξυλουργικό εργαλείο με διπλή αμφίπλευρη κοπτική αιχμή, τής οποίας η μία πλευρά είναι μεγάλη και η άλλη μικρή («σκέπαρνον
τὸν ἀμφίστομον πέλεκυν», Ησύχ.)
2. είδος χειρουργικού επιδέσμου
3. (σε λογοπαίγνιο) «σκέπ-αρνον» και «σκέπ-αρνος» — η δορά τού αρνιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. σκέπα-ρν-ος εμφανίζει επίθημα -ρνος, ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *(s)kep- «χωρίζω με κοφτερό αντικείμενο, κόβω» (βλ. και λ. κόπτω, σκάπτω) και συνδέεται με ρωσ. ščepatĭ «κομματιάζω», ščepa «ροκανίδι». Κατ' άλλη άποψη, η λ. σκέπαρνος (< *σκέρπ-ανος, με μετάθεση τού -ρ-) ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *(s)kerp- «κόβω» τού κείρω* (πρβλ. κρώπιον* «δρεπάνι», γερμ. Scherbe «συντρίμμι», schurfen «ξύνω, σκάβω»). Ωστόσο, το επίθημα -ρν-ος τής λ. θα μπορούσε να οδηγήσει στην υπόθεση ότι πρόκειται για δάνεια λ. (πρβλ. άκο-ρν-α, κόθο-ρν-ος), ενώ έχει διατυπωθεί και η άποψη ότι η λ. πρέπει να αναχθεί σε ΙΕ ρίζα *kes- «κόβω» (βλ. λ. κεάζω, κέαρνον «εργαλείο ξυλουργού»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σκεπάρνι — το / σκεπάρνιον, ΝΜΑ, και σκεπάριον ΜΑ [σκέπαρνος] κοπτικό εργαλείο με πεπλατυσμένη λεπίδα τροχισμένη στην εσωτερική πλευρά και στερεωμένη υπό μικρή γωνία στο άκρο στειλεού, το οποίο χρησιμοποιείται από τους κτίστες και τους ξυλουργούς για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”